ιμπεριαλιστής

ιμπεριαλιστής
ο
θηλ. ιμπεριαλίστρια (λ. γαλλ.), αυτός που εμφορείται από ιμπεριαλιστικές ιδέες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιμπεριαλιστής — ὁ αυτός που έχει επεκτατικές τάσεις, αυτός που εφαρμόζει πολιτική ιμπεριαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. imperialist < imperial (< λατ. imperium «εξουσία») + ist] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”